ευδιάθετο

ευδιάθετο
keyifli, hoş, neşeli

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευδιάθετος — η, ο 1. αυτός που έχει καλή διάθεση: Ο άρρωστος είναι ευδιάθετος σήμερα. 2. πρόθυμος: Είναι ευδιάθετο παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”